ακτιτης

ακτιτης
    ἀκτίτης
    -ου (ῑ) adj. m [ἀκτή II] прибрежный, береговой
    

(λίθος Soph.; καλαμευτής Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακτιτης" в других словарях:

  • ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτίτης — ἀκτί̱της , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτῖτ' — ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc voc sg ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg (epic) ἀκτῖται , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτίτου — ἄκτιτος untilled masc/fem/neut gen sg ἀκτί̱του , ἀκτίτης dwelleroncoast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»